αμαύρωμα

αμαύρωμα
το (Α ἀμαύρωμα)
νεοελλ.
κηλίδωση, σπίλωση τής φήμης, τού ονόματος
αρχ.
(για τον ήλιο) επισκότιση, σκοτείνιασμα, θόλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀμαυρῶ
βλ. ἀμαυρώνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀμαύρωμα — obscuration neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμαύρωμα — το, ατος σκοτείνιασμα, θάμπωμα: Αυτό το αμαύρωμα της υπόληψής του δεν το ανεχόταν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμαυρώνω — (Α ἀμαυρῶ όω) αφαιρώ τη λάμψη, την αίγλη, τη δόξα, κηλιδώνω, σπιλώνω αρχ. 1. κάνω κάτι σκοτεινό, αμυδρό, ασαφές 2. εξασθενίζω, αμβλύνω, ελαττώνω, μειώνω, εξαλείφω 3. καταστρέφω, εξαφανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιθ. ἀμαυρός. ΠΑΡ. αμαύρωμα, αμαύρωση,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”